λαρυγγίζειν

λαρυγγίζειν
λαρυγγίζω
shout lustily
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοιλόφωνος — κοιλόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει βαθιά, υπόκωφη φωνή. επίρρ... κοιλοφώνως (Α) με βαθιά, υπόκωφη φωνή («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, μεσό φωνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”